στατικός

στατικός
στᾰτ-ικός, ή, όν, ([etym.] ἵστημι)
A causing to stand, bringing to a stand-still, Arist.Pr. 908a24; ἀρχὴ ς. principle of rest, opp. κινητική, Id.Metaph.1049b8, cf. 1019a35, Top.127b16;

ἄρτου γένος σ. κοιλίας Str.17.2.5

(nisi σταλτ- legend.), cf. Philistion ap.Ath.3.115d: hence, astringent, Diph.Siph. ap. Ath.3.80f ([comp] Comp.); ἡ -κή an astringent herb, thrift, Armeria canescens, Dsc.Eup.2.87; σ. πόα ib.1.110.
2 περὶ σ. ποιήσεως, composition of στάσιμα (q.v.), title of work by Ptolemaeus, An.Boiss.4.458.
II (

ἵστημι A.

IV) skilled in weighing, Pl.Just. 373c, 373e: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of weighing, Id.Chrm.166b; opp. μετρητική, Id.Phlb.55e. Adv.

-κῶς Poll.4.171

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στατικός — causing to stand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • στατικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σταμάτημα ή βρίσκεται σε ακινησία: Πήρε στατικά φάρμακα. – Στατικός ηλεκτρισμός. 2. αυτός που αναφέρεται στην ισορροπία των δυνάμεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στατικά — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc pl στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc/acc dual στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῶν — στατικός causing to stand fem gen pl στατικός causing to stand masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικόν — στατικός causing to stand masc acc sg στατικός causing to stand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοῖς — στατικός causing to stand masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοί — στατικός causing to stand masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοῦ — στατικός causing to stand masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῆς — στατικός causing to stand fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῇ — στατικός causing to stand fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”